- ακταίο
- (actaeon). Μαλάκια της ομοταξίας των γαστεροπόδων, της οικογένειας των ακταιωνιδών. Το όστρακό τους έχει σχήμα ωοειδές με αυλάκια. Το α. εισέλκεται ολόκληρο στο όστρακό του. Τα είδη του είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες, με σπουδαιότερο το α. το τορνευτό ή στρεπτό. Το όστρακό του, που μοιάζει με βαρέλι, έχει μήκος 2 εκ. Το χρώμα του είναι συνδυασμός ροζ, γκρίζου και κίτρινου. Ζει χωμένο στην άμμο και στη λάσπη, στα ρηχά νερά των ακτών.
Dictionary of Greek. 2013.